-
1 αμφηρης
21) прилаженный с обеих сторонἀμφῆρες δόρυ Eur. — двухлопастное весло
2) сложенный вместе, сваленный в кучу(ξύλα Eur.)
3) со всех сторон сбитый, крепко сколоченный(σκηνή Eur.)
-
2 ευθυνω
1) править(ἅρματα Isocr.; πλάταν Eur.; ἡνίας Arph.)
2) направлять(πόδα, ἀμφῆρες δόρυ Eur.)
3) вести(παῖδα χερσίν Soph.)
4) погонять, гнать(τὰς ἀγέλας Xen.)
5) вести, предводительствовать(στρατόν Aesch.)
6) управлять, руководить(λαὸν δορί Eur.; πόλιν Soph.; οὐχ ὑφ΄ ἡνίας, ἀλλὰ λόγῳ Plut.)
εὐ. δίκας τινί Pind. — вершить суд над кем-л.7) направлять, посылать(ὄλβον Pind.)
8) выпрямлять(ξύλον διαστρεφόμενον Plat.)
9) выправлять, исправлять(δίκας σκολιάς Solon ap. Dem.; ἀπειλαῖς καὴ πληγαῖς τινα Plat.)
10) критиковать, порицать(τέν διάλεκτόν τινος Plut.)
11) (ср. εὔθυνα 2) требовать отчета, ревизовать, обследовать(τινά Plat.)
12) med.-pass. давать отчет, отчитываться(τῆς ἐφορίας Arst.)
13) привлекать к ответственности, обвинять(τινὰ κλοπῆς Plut.)
τῶν ἀδικημάτων εὐθύνεσθαι Thuc. — быть преданным суду за злоупотребления
См. также в других словарях:
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek
αμφήρης — (I) ἀμφήρης, ες (Α) 1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος, 2. ασφαλισμένος, ασφαλής 3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα τής νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ήρης < ἀραρίσκω… … Dictionary of Greek